-
1 συνεξετάζω
A search out and examine along with or together, Pl.Lg. 900d, Ph.2.197, Iamb.Comm. Math.14:—[voice] Pass., to be reckoned with or among, οἱ συνεξεταζόμενοι μετά τινος or τινι his party or adherents, D.21.127,190, cf. Luc.Pr. Im.15; but also συνεξετάζεσθαί τινι measure oneself with one, rival him, Alciphr.3.54.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > συνεξετάζω
-
2 συνεξεταζω
1) совместно разыскивать, вместе разбирать Plat.συνεξετάζεσθαί τινι ἐπὴ τῆς δίκης Luc. — судиться с кем-л.
2) pass. быть причисляемымοἱ συνεξεταζόμενοί τινι или μετά τινος Dem. чьи-л. — приверженцы
См. также в других словарях:
συνεξετάζω — ΝΜΑ ερευνώ από κοινού με κάποιον («συνεξετάζοντες πάσας τὰς ἐκδόσεις ἀλλήλαις», Ωριγ.) νεοελλ. 1. εξετάζω κάτι παράλληλα με κάτι άλλο 2. (το αρσ. πληθ. μτχ. παθ. ενεστ. ως ουσ.) οι συνεξεταζόμενοι αυτοί που εξετάζονται μαζί σε μια άσκηση γνώσεων… … Dictionary of Greek